- διχαλώνω
- μετ. раздваивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διχαλώνω — [διχάλα] 1. πιάνω διχαλωτά, χιαστί 2. κάνω κάτι διχαλωτό 3. γίνομαι διχαλωτός … Dictionary of Greek
διχαλώνω — διχάλωσα, διχαλώθηκα, διχαλωμένος 1. πιάνω κάτι χρησιμοποιώντας διχάλα: Έπιασε το ρούχο με μια διχάλα. 2. κάνω κάτι διχαλωτό. 3. γίνομαι διχαλωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διχάλωση — η [διχαλώνω] 1. το να καθιστά κανείς διχαλωτό κάτι 2. ορισμένο σημείο σε διάβαση όπου η πορεία πρέπει ν αλλάξει απότομα διεύθυνση προς τα δεξιά ή αριστερά … Dictionary of Greek