διχαλώνω

διχαλώνω
μετ. раздваивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διχαλώνω" в других словарях:

  • διχαλώνω — [διχάλα] 1. πιάνω διχαλωτά, χιαστί 2. κάνω κάτι διχαλωτό 3. γίνομαι διχαλωτός …   Dictionary of Greek

  • διχαλώνω — διχάλωσα, διχαλώθηκα, διχαλωμένος 1. πιάνω κάτι χρησιμοποιώντας διχάλα: Έπιασε το ρούχο με μια διχάλα. 2. κάνω κάτι διχαλωτό. 3. γίνομαι διχαλωτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διχάλωση — η [διχαλώνω] 1. το να καθιστά κανείς διχαλωτό κάτι 2. ορισμένο σημείο σε διάβαση όπου η πορεία πρέπει ν αλλάξει απότομα διεύθυνση προς τα δεξιά ή αριστερά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»